ουργινέα

ουργινέα
(ourginea). Μονοκοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των λειριιδών. Αριθμεί περίπου 75 είδη και ευδοκιμεί στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Τα φυτά αυτά είναι πόες βολβόριζες, με φύλλα παράρριζα, συνήθως στενά, γραμμοειδή, και άλλοτε πλατιά, ταινιοειδή, και λογχοειδή. Το στέλεχός τους δεν έχει φύλλα και καταλήγει σε βότρυ πολυανθή με άνθη μικρά, λευκά και σπάνια ροζ. Τα άνθη έχουν 6 στήμονες, με στενά νήματα. Η κάψα τους είναι τριγωνική, με πολλά μεμβρανώδη δισκοειδή σπέρματα. Στην Ελλάδα ευδοκιμεί μόνο το είδος o. η παράλια, πολυετής με ισχυρό βλαστό και ύψος μεγαλύτερο του 1 μ. Φυτρώνει σε αμμώδεις παραθαλάσσιους τόπους και είναι γνωστό και με τις ονομασίες ασκέλλα, ασκίλλα, ασκιλλοκάρα, κρομμυδόσκιλλα. Στην Κύπρο, που ονομάζεται αβρόσκιλλα ή αρκόσιλλα, βρίσκεται συνήθως μέσα στα σπίτια και στα καταστήματα, συνήθεια που υπήρχε από την αρχαία εποχή όταν ονόμαζαν το φυτό σκίλλα. Ο βολβός της ο. είναι φαρμακευτικός, έχει διουρητικές ιδιότητες, καθώς και ασθματικές αποχρεμπτικές και καρδιοτονωτικές. Πρέπει όμως να χρησιμοποιείται με προσοχή, γιατί οι ισχυρές δόσεις προκαλούν ιλίγγους, κωλικούς, και, πολλές φορές, τον θάνατο.
* * *
η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών, που ανήκει στην οικογένεια λιλιίδες τής τάξης λιλιώδη και τού οποίου ένα είδος είναι αυτοφυές στην Ελλάδα και έχει τις κοινές ονομασίες ασκέλλα, αγριόσκελα, σκιλλοκρομύδα, μπότσικας κ.ά., είδος που η ρίζα του είναι ογκώδης βολβός, γνωστός στη φαρμακευτική ως bulbus scillae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. urginea < Ben Urgin, αραβική φυλή τής βορειοανατολικής Αλγερίας όπου ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά το φυτό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκίλλα — I (scilla). Γένος της οικογένειας των Λειριιδών ή Λιλιδών (μονοκοτυλήδονα), που περιλαμβάνει πολυάριθμα καλλωπιστικά είδη. Κοινό είδος σε αμμώδεις και πετρώδεις παραθαλάσσιες θέσεις παντού στην Ελλάδα και γενικά στις ακτές της Μεσογείου είναι η σ …   Dictionary of Greek

  • σκυλοκρεμμύδα — και σκυλοκρομμύδα, η, και σκυλοκρόμυδο, το, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού ποώδους φυτού Urginea maritima τού γένους ουργινέα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”